- προπορευόμενος
- προπορεύομαιpres part mp masc nom sgπροπορεύωcause to go beforepres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προάγω — ΝΜΑ [άγω] 1. οδηγώ κάποιον προς τα εμπρός, προπορευόμενος οδηγώ κάποιον κάπου («καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὅν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς», ΚΔ) 2. ενεργώ ώστε να προοδεύσει κάποιος ή κάτι, να βελτιωθεί, να αναπτυχθεί (α. «χρέος μας είναι να… … Dictionary of Greek
προελευσιμαίος — ον, Μ (σχετικά με επίσημη πομπή) προπορευόμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προέλευσις + κατάλ. ιμαῖος (βλ. λ. αίος), πρβλ. θνησ ιμαίος] … Dictionary of Greek
προλάτης — ο, θηλ. προλάτισσα, Ν προπορευόμενος οδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. στρατ ηλάτης] … Dictionary of Greek
πρόπολος — ον, Α 1. αυτός που βαίνει, που βαδίζει προηγουμένως ή αυτός που επιτελεί κάτι προηγουμένως 2. ο αφοσιωμένος σε κάτι 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ πρόπολος α) δούλος προπορευόμενος τού κυρίου του, θεράπων β) δούλος τού θεού, αυτός που διερμηνεύει τη θέληση … Dictionary of Greek
πρόσκοπος — ον / πρόσκοπος, ον, ΝΑ, θηλ. και ίνα Ν 1. αυτός που προπορεύεται και παρατηρεί, ο προπορευόμενος για κατόπτευση 2. το αρσ. ως ουσ. ο πρόσκοπος ο ανιχνευτής νεοελλ. 1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο πρόσκοπος και η προσκοπίνα κάθε νεός ή νέα που… … Dictionary of Greek
πρότραγος — ὁ, Μ [τράγος] ο πρώτος, ο προπορευόμενος τράγος … Dictionary of Greek
Κίντι, Αμπού Γιουσούφ Γιακούμπ αλ- — (Κούφα, Ιράκ 801; – 873;). Μουσουλμάνος φιλόσοφος και επιστήμονας. Ο Κ., τον οποίο οι ομόθρησκοί του αποκαλούν φιλόσοφο των Αράβων, θεωρείτο ένας από τους εννέα κριτές της αστρολογίας κατά τον Μεσαίωνα. Σπούδασε στη Βασόρα και στη Βαγδάτη, όπου… … Dictionary of Greek